- φρυγανιέρα
- ηειδική συσκευή, όπου ψήνονται φέτες ψωμιού και γίνονται φρυγανιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρυγανιέρα — η, Ν ειδική συσκευή για την παρασκευή φρυγανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυγανιά + κατάλ. ιέρα (πρβλ. καφετ ιέρα)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek